Δρεπάνια και γύπες

Untitled5-1-1068x712-1.jpg

Για να αντιμετωπίσουμε την οπαδική βία δεν χρειάζεται να εφεύρουμε τον τροχό ή να χρησιμοποιήσουμε εξωτικές μεθόδους και περίπλοκα θεσμικά εργαλεία. Χρειάζονται πρόληψη, για να μην καταντήσουν κάποιοι αούγκανοι φονιάδες και να προστατευθούν ζωές και περιουσίες από την κακοποιό δράση τους, και αυστηρή καταστολή, όταν, όπως εν προκειμένω, το έγκλημα έχει πλέον ενσκήψει, όταν κάθε τόσο κάποιου γονιού χτυπά η πόρτα ή το τηλέφωνο και ακούει σπαράζοντας τα μαντάτα από τα χαΐρια μας.

Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης*

Η απώλεια ενός παιδιού είναι μια τραγωδία που συνθλίβει κάθε οικογένεια, διότι αποτελεί ανατροπή της φυσικής τάξης, που είναι τα παιδιά να θάβουν τους γονείς τους και όχι το αντίθετο, το οποίο ποτέ καμιά οικογένεια δεν ξεπερνά. Για να φτάσουμε εδώ απέτυχαν πολλοί: γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, το κράτος ολόκληρο. Οταν νέοι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τα στοιχειώδη, να σέβονται την αξία της ανθρώπινης ζωής, τη σωματική ακεραιότητα, τις γυναίκες, τους ηλικιωμένους, τους πιο αδύναμους, τα ζώα, το περιβάλλον, τις ελεύθερες επιλογές των άλλων ανθρώπων, τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία, τη γη που πατάνε, τους Νόμους, τους Ηρωες και τα Σύμβολά της, τότε τι περιμένετε να γίνει; Παραδώσαμε την Παιδεία, τα ΜΜΕ, την Τέχνη, όλα τα κέντρα παραγωγής δημόσιου λόγου σε μηδενιστές και μετά αναρωτιόμαστε γιατί τα ανδράποδα που ανατρέφουν γίνονται ενίοτε κακοποιοί.

Ο παλιός τρόπος, που σε μάθαινε να αγαπάς και να σέβεσαι όλα αυτά, έβγαζε καλύτερους ανθρώπους. Πάντα μαλώναμε για την μπάλα, αλλά ήταν περισσότερο χαβαλές, σκωπτικά πειράγματα, ενίοτε με σπαρταριστό χιούμορ, και συνυπήρχαν όλοι, όλων των οπαδικών απόψεων. Δεν σκεφτόταν κανείς να σφάξει τον άλλον, διότι απλά έτσι του κάπνισε. Είναι τεράστια η ευθύνη και μεγάλου μέρους της οπαδικής δημοσιογραφίας, που φανατίζει, εξαγριώνει τον όχλο των τυφλωμένων από το πάθος οπαδών. Μεγάλες είναι και οι ευθύνες των παραγόντων που χαϊδεύουν και τροφοδοτούν τον φανατισμό με δηλώσεις και χρήμα.

Μέσα στις οργανωμένες θύρες όλων των μεγάλων ομάδων λειτουργούν εγκληματικές οργανώσεις, που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του Ποινικού Κώδικα: οργάνωση, ιεραρχία, σκοπός τέλεσης εγκλημάτων, ρόπαλα, μαχαίρια, φτυάρια και δικράνια μέσα σε σύλλογο οπαδών. Δικράνια; Γιατί; Θα πήγαιναν να μαζέψουν το άχυρο στο αλώνισμα του σιταριού ή να λιχνίσουν ρεβίθια; Απίθανα πράγματα… Ραντεβού για συμπλοκές που καταλήγουν σε νεκρούς, σαφάρι αντίπαλων οπαδών με δολοφονικό σκοπό, με μοναδικό κριτήριο πως ανήκει ή νομίζουν πως ανήκει στους «άλλους».

Οι επιχειρηματίες αγοράζουν ομάδες όχι από φίλαθλο πνεύμα, ως μαικήνες του αθλητισμού, αλλά για να έχουν τον οπαδικό στρατό των μεγάλων λαϊκών ομάδων ως μέσο πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση για οικονομικούς σκοπούς και για να διασφαλίζουν ασυλία. Οσο πιο μεγάλη και λαϊκή η ομάδα τόσο πιο μεγάλη η παρακρατική υπεραξία των οργανωμένων οπαδών. Έντονη η προσπάθεια από την προπαγάνδα των μηδενιστών να χρεωθούν οι χουλιγκάνοι στην -αγαπημένη και βολική για την Αριστερά- Ακροδεξιά. Δεν ξέρω, μπορεί και κάποιοι να είναι. Όμως και η κουτσή Μαρία γνωρίζει πως στις οργανωμένες θύρες των μεγάλων ομάδων βρίθουν οι αναρχικοί. Το μαρτυρούν τα πανό τους, τα συνθήματα, οι ανακοινώσεις τους.

Οι κουκουλοφόροι των δρόμων, των διαδηλώσεων, των βανδαλισμών εκπαιδεύονται στα γήπεδα και πέριξ αυτών. Μετά το δρεπάνι του φονιά βγήκαν οι γύπες των πολιτικών οργανώσεων να διαστρέψουν και να καπηλευτούν. Ποιος έχασε την ντροπή για να τη βρει η Αριστερά; Οι εγκληματικές οργανώσεις δεν μπορούν να είναι παράγων «κοινωνικού διαλόγου» – είναι εχθροί της κοινωνίας, της έννομης τάξης, της αθλητικής ιδέας. Οι χουλιγκάνοι έχουν τόση σχέση με τον αθλητισμό όση και οι νταβατζήδες και οι traffickers με τον έρωτα. Είναι ξένο σώμα, καρκίνος στο σώμα του ποδοσφαίρου.

Ο φανατισμός τους -και αυτό το διαπιστώνεις στα κοινωνικά δίκτυα- σπάει κάθε σύστημα μέτρησης του παραλόγου, συχνά καθιστά αδύνατη την πιο στοιχειώδη λογική συζήτηση, αφού όλοι οι άλλοι θεωρούνται «ύποπτοι» ως ενεργούντες υπέρ του μεγάλου κόκκινου, πράσινου, κιτρινόμαυρου, ασπρόμαυρου «εχθρού». Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος της Πολιτείας με τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς των εγκληματικών οργανώσεων. Το κράτος, όταν θέλει, μπορεί να συντρίψει οποιονδήποτε, φυσικό πρόσωπο ή συλλογικότητα. Και εδώ πρέπει να το κάνει με το αμόνι του Νόμου και το σφυρί τής διά της εφαρμογής του καταστολής, προσαρμόζοντας τον Νόμο στην Ανάγκη.

Κάθε τέτοια απώλεια ζωής είναι όνειδος, ντροπή για την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, τον ανθρωποκεντρισμό της. Πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές. Οποιος γυρίζει με μαχαίρια στην πόλη δεν πάει να μαζέψει χόρτα. Οποιος οπλοφορεί παράνομα δεν πρέπει να δικαιούται αναστολή, μετατροπή της ποινής, υφ’ όρον απόλυση. Δεν μπορεί να έχεις δυο, τρεις, τέσσερις υποθέσεις βίαιων επιθέσεων, οπλοφορίας, οπλοχρησίας και να σέρνονται για χρόνια, κι εσύ ελεύθερος να το κάνεις και να το ξανακάνεις, να σε πιάνουν, να σε αφήνουν και μετά, όταν θα κάνεις το μεγάλο κακό, να ξέρεις πως η ποινή των ισοβίων θα είναι ονομαστική, στα χαρτιά, και θα βγεις σχετικά γρήγορα.

Μπορεί και να πετύχεις στον δρόμο τη μάνα του θύματός σου πηγαίνοντας για καφεδάκι με τους κολλητούς από τη θύρα. Για πλημμελήματα, όπως είναι η οπλοφορία και η οπλοχρησία, σχεδόν κανένας δεν πάει πια φυλακή. Και δεν φταίνε ούτε η Αστυνομία ούτε οι Δικαστές. Η Αστυνομία κατά κανόνα εξιχνιάζει τα εγκλήματα, και μάλιστα γρήγορα, όμως και οι Δικαστές δεν κάνουν του κεφαλιού τους – εφαρμόζουν τους Νόμους που ψηφίζουν αυτοί που στέλνετε στη Βουλή. Το «εμείς τους πιάνουμε και αυτοί τους αφήνουν», που λένε μάχιμοι Αστυνομικοί, γίνεται διότι είναι έτσι ο Νόμος. Τροποποίηση λοιπόν του Ποινικού Κώδικα, καμία αναστολή και μετατροπή της ποινής για οπαδική βία, και κακούργημα η οπλοκατοχή και οπλοχρησία, και τα ισόβια να είναι ισόβια. Απέτυχε η ευρωπαϊκή γραμμή των όλο και επιεικέστερων ποινών.

Το έγκλημα πλέον συμφέρει. Πρέπει να τιμωρούνται με πραγματική έκτιση τα βίαια εγκλήματα και να πάψει το «έλα, μωρέ, μια νύχτα μέσα, αύριο Αυτόφωρο, αναβολή για τριήμερο και ελεύθερος, μετά για κώλυμα συνηγόρου ή κατηγορουμένου και θα σέρνεται για καιρό, το ίδιο όποτε με ξαναπιάσουν, απλά κατασχέθηκε το μαχαίρι, αλλά θα πάρω άλλο»!
Τα Συμβούλια των φυλακών ύστερα από πολλά χρόνια και με αυστηρές προϋποθέσεις να αποφασίζουν την υφ’ όρον απόλυση, όσοι όμως έχουν εκτελέσει ειδεχθή εγκλήματα, απρόκλητα, πρέπει να εξουδετερώνονται και όχι να παίρνουν άδειες και να αποφυλακίζονται πρόωρα. Δεν θέλουμε μαχαιροβγάλτες ληστές ή χουλιγκάνους, βιαστές, παιδόφιλους, φονιάδες γυναικών και παιδιών να κόβουν τσάρκες στους δρόμους μας. Πολιτική μηδενικής ανοχής, λοιπόν, και «three strikes, out», ήγουν «τρίτη και φαρμακερή» και πετάμε το κλειδί. Τα δικαιώματα των θυμάτων υπερτερούν του ανύπαρκτου δικαιώματος του «μαχαιροβγάλτη» να τη βγάζει ζάχαρη.

Μοιραστείτε το

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Top