Σε όλες τις αναπτυγµένες χώρες του κόσµου ένα από τα τρία τέσσερα θεµελιώδη στοιχεία µακρόχρονου σχεδιασµού είναι το κόστος ενέργειας και η ενεργειακή ασφάλεια. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και η αξία της εργατικής δύναµης καθιστούν το χαµηλό ενεργειακό κόστος θεµελιώδες στοιχείο. Σε όλες εκτός από την Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη.
∆ύο µήνες µετά τις εκλογές του 2019 ο πρωθυπουργός ανακοινώνει επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης για το 2028, πολύ νωρίτερα από το προηγούµενο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίµα (ΕΣΕΚ) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σε όλη την Ευρώπη η διαδικασία και ο ρυθµός απολιγνιτοποίησης αποτελούν συζήτηση αρκετών ετών και η όλη προσπάθεια διαρκεί δεκαετίες, ακριβώς γιατί οι τοπικές λιγνιτικές οικονοµίες πρέπει να έχουν τον χρόνο µετασχηµατισµού σε κάτι άλλο και, κυρίως, γιατί πρέπει να εξασφαλιστούν όροι ενεργειακής ασφάλειας και οµαλού µεταβατικού κόστους για την οικονοµία. Εδώ πρωτοτυπώντας, πρώτα εξήγγειλε ο πρωθυπουργός την απολιγνιτοποίηση-αστραπή και µετά ακολούθησε ο σχεδιασµός νέου ΕΣΕΠ ώστε να συµµορφωθεί µε την εξαγγελία. Επιπλέον, ενάµιση χρόνο µετά ο Γιώργος Στάσσης, νέος διευθύνων σύµβουλος της ∆ΕΗ, ανακοινώνει πρόσθετη επένδυση 264 εκατ. ευρώ στην ήδη πανάκριβη µονάδα χαµηλών ρύπων Πτολεµαΐδα IV (κυβέρνηση Σαµαρά), ώστε και αυτή να καίει φυσικό αέριο αντί για λιγνίτη για τον οποίο σχεδιάστηκε και να ολοκληρώσει την απολιγνιτοποίηση το 2025 αντί το 2028. Και το χειρότερο; Η ∆ΕΗ επί Στάσση συστηµατικά υπολειτουργεί τις διαθέσιµες µονάδες λιγνίτη, ακόµη και όταν ο λιγνίτης είναι φτηνότερος από το φυσικό αέριο, που έχει εκτιναχθεί.
Απουσία σχεδιασµού και αλόγιστη πλειοδοσία πράσινης µετάβασης, θα έλεγε κανείς. Λάθος εκτίµηση. Κάτι χειρότερο υπήρχε στις προθέσεις του πρωθυπουργού και των κ. Χατζηδάκη, Σκρέκα και Στάσση, που αίφνης έγιναν υπέρµαχοι της κλιµατικής αλλαγής.
Ο «συνδυασµός»
Α. Χρηµατιστήριο Ενέργειας. Νοέµβριο 2020 επί Χατζηδάκη ξεκινά η λειτουργία του Χρηµατιστηρίου Ενέργειας στην Ελλάδα. Τι σηµαίνει αυτό; Σηµαίνει ότι οι καθετοποιηµένες εταιρείες-παραγωγοί ενέργειας (∆ΕΗ και ιδιώτες) πωλούν την ενέργεια που παράγουν στο χρηµατιστήριο, όπου διαµορφώνεται έτσι η χονδρική τιµή ή αλλιώς οριακή τιµή εκκαθάρισης, και κατόπιν οι ίδιες εταιρείες (συν τις καθαρά εµπορικές εταιρείες που δεν διαθέτουν παραγωγή και απλώς εµπορεύονται ενέργεια στη λιανική αγορά) αγοράζουν από το Χρηµατιστήριο Ενέργειας σε αυτήν τη χονδρική τιµή για να την πουλήσουν στους πελάτες τους στη λιανική τιµή.
Ωστόσο υπάρχει µια τεράστια διαφορά από τα αντίστοιχα χρηµατιστήρια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα σχεδόν το 100% της παραγόµενης ενέργειας από τις εταιρείες-παραγωγούς πωλείται στο Xρηµατιστήριο Ενέργειας, απ’ όπου το αγοράζουν κατόπιν οι ίδιες εταιρείες για να το διαθέσουν. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η ποσότητα της ενέργειας που περνάει µέσα από το χρηµατιστήριο κυµαίνεται από 29% σε Γερµανία και Γαλλία και 18% σε Σουηδία µέχρι 13% σε Βρετανία, 11% στην Ιταλία και 1% στην Πολωνία, ενώ το συντριπτικά µεγαλύτερο µέρος πωλείται µε διµερή συµβόλαια ή απευθείας στους πελάτες λιανικής από τις εταιρείες-παραγωγούς χωρίς να περνά από το χρηµατιστήριο.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας επιβλήθηκε κατά τα µνηµονιακά χρόνια, όταν η τρόικα επιδίωκε να µειώσει τη δεσπόζουσα θέση της ∆ΕΗ στην αγορά λιανικής και της επέβαλε να µην µπορεί να πουλήσει πάνω από 20% της ενέργειας των πελατών της εκτός Χρηµατιστηρίου Ενέργειας, ενώ για τους υπόλοιπους ιδιώτες παρόχους δεν υπάρχει κανένας περιορισµός. Οµως µε την έναρξη λειτουργίας του target model και του Χρηµατιστηρίου Ενέργειας επί Χατζηδάκη το σύνολο της ενέργειας από τους ιδιώτες περνά µέσω χρηµατιστηρίου, όπως και το 100% της ίδιας της ∆ΕΗ. Ας δούµε γιατί.
Β. Οριακή τιµή.
Πώς διαµορφώνεται η χονδρική τιµή στο Χρηµατιστήριο Ενέργειας; Στη λεγόµενη προηµερήσια αγορά, απ’ όπου περνά το συντριπτικά µεγαλύτερο µέρος, τo Χρηµατιστήριο Ενέργειας µε τη συνδροµή του Α∆ΜΗΕ ζητά να καλύψει την προβλεπόµενη ζήτηση ενέργειας για κάθε ώρα της επόµενης ηµέρας. Ας πούµε επί παραδείγµατι ότι για την ώρα 13.00-14.00 της επόµενης ηµέρας απαιτούνται 3.800 MWh (µεγαβατώρες). Κάθε παραγωγός από λιγνίτη και µεγάλα υδροηλεκτρικά (µόνο η ∆ΕΗ) ή αέριο δίνει προσφορά µια ποσότητα ενέργειας σε συγκεκριµένη τιµή. Εξαίρεση αποτελούν οι ΑΠΕ στην πλειονότητά τους που δίνουν προσφορές µόνο ποσότητας και όχι τιµής, γιατί η τιµή που αποζηµιώνονται δεν εξαρτάται από το χρηµατιστήριο. Είναι σταθερή και έχει καθοριστεί από άλλη δηµοπρασία κατά την αδειοδότηση ή παλαιότερα βάσει νόµου.
Στο παράδειγµά µας υποθέτουµε ότι ένας παραγωγός από λιγνίτη (∆ΕΗ) προσφέρει 1.500 MWh προς 100 ευρώ τη MWh, ένας παραγωγός από αέριο 400 MWh προς 300 ευρώ τη MWh, ένας δεύτερος παραγωγός από αέριο 300 MWh προς 340 ευρώ τη MWh και τέλος οι παραγωγοί ΑΠΕ προσφέρουν 2.000 MWh. Η προσφερόµενη από ΑΠΕ ενέργεια µπαίνει κατά προτεραιότητα στο σύστηµα και οι υπόλοιποι µπαίνουν κατά σειρά από τη χαµηλότερη προς την υψηλότερη προσφορά τιµής. Ετσι, για να καλυφθούν οι απαιτούµενες 3.800 MWh µπαίνουν στο σύστηµα πρώτα οι 2.000 MWh από ΑΠΕ, κατόπιν οι 1.500 MWh και τέλος οι 300 από τις 400 MWh του πρώτου παραγωγού από αέριο, οπότε συµπληρώνονται οι 3.800 MWh, ενώ ο δεύτερος παραγωγός από αέριο µένει εκτός λόγω υψηλότερης τιµής και επειδή η ζητούµενη ενέργεια έχει ήδη καλυφθεί.
Ωστόσο οι παραγωγοί που τελικά µπαίνουν στο σύστηµα δεν αποζηµιώνονται στην τιµή της αρχικής προσφοράς που έδωσαν, αλλά στην τιµή της τελευταίας κατά σειρά υψηλότερης προσφοράς που µπήκε στο σύστηµα. Στο παράδειγµά µας ακόµη και ο παραγωγός από λιγνίτη (∆ΕΗ), που είχε δώσει προσφορά προς 100 ευρώ τη MWh, θα αποζηµιωθεί προς 300 ευρώ τη MWh, που είναι η λεγόµενη οριακή τιµή που διαµορφώθηκε στο χρηµατιστήριο. Κατόπιν επικαλείται την υψηλή χονδρική τιµή µε την οποία αγόρασε από το χρηµατιστήριο, ώστε να ενεργοποιηθεί η ρήτρα αναπροσαρµογής και να αυξήσει τα τιµολόγια στους καταναλωτές, ενώ όπως είδαµε έχει ήδη αποκοµίσει υπερκέρδη από την πώληση στο χρηµατιστήριο τρεις φορές πάνω από την προσφορά της και ακόµη περισσότερο από το κόστος.
Αυτή η ρύθµιση λειτουργίας του Χρηµατιστηρίου Ενέργειας είναι περίπου πανευρωπαϊκή. Το τερατώδες στην Ελλάδα είναι ότι αυτό συνδυάζεται µε το «βολικό» πέρασµα του 100% της πωλούµενης ενέργειας µέσω χρηµατιστηρίου. Που σηµαίνει ότι το µεγαλύτερο µέρος της πωλούµενης ενέργειας, και όχι ένα 5%, 10% ή 20%, αποζηµιώνεται στην ανώτατη ή οριακή τιµή. Σε περιόδους εκτόξευσης των τιµών αερίου αυτό σηµαίνει ότι οι τιµές λιανικής µπορεί να φτάσουν δύο και τρεις φορές πάνω από το κόστος παραγωγής αλλά και από την ίδια την αρχική προσφορά των φτηνότερων µονάδων παραγωγής.
Γ. Η πονηρή απολιγνιτοποίηση. Ο δραστικός περιορισµός της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη, πέραν όλων των άλλων, παρέχει χώρο ισχύος στην ηλεκτροπαραγωγή από αέριο, µε αποτέλεσµα να µειώνεται ο ανταγωνισµός των αεριοπαραγωγών για το ποιος θα εξασφαλίσει θέση στην προηµερήσια αγορά προσφέροντας χαµηλότερες τιµές. Αντί δηλαδή, ειδικά σε περιόδους ανόδου του φυσικού αερίου (φ.α.), να εξαντλείται η διαθεσιµότητα φτηνής ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη και οι παραγωγοί από φ.α. να ανταγωνίζονται για την κάλυψη ενός µικρότερου κενού στην ενεργειακή ζήτηση, το φ.α. αφέθηκε σχεδιασµένα να καλύψει το µεγαλύτερο µέρος της απαιτούµενης ισχύος, µε λιγότερο ανταγωνισµό και σε υψηλές τιµές, συµπαρασύροντας την αποζηµίωση του συνόλου των παραγωγών σε µια υψηλότατη οριακή τιµή.
Με τον τρόπο αυτό η ∆ΕΗ δεν ωφέλησε µόνο τους ιδιώτες του φ.α. περιορίζοντας δραστικά τον λιγνίτη, αλλά εξασφάλισε και η ίδια υπερκέρδη πουλώντας χαµηλού κόστους ενέργεια από λιγνίτη και υδροηλεκτρικά αλλά και αέριο σε πολύ υψηλές τιµές. Εν ολίγοις, δεν πρόκειται µόνο για µια συνολική ενεργειακή πολιτική που ευνόησε την έκρηξη των τιµών ενέργειας, αλλά είναι η ίδια ∆ΕΗ που λειτουργεί εντός του καρτέλ των µεγαλοπαραγωγών και αντί να υπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον λειτουργεί επ’ ωφελεία των υπερκερδών της ίδιας και του υπόλοιπου καρτέλ.
Συµπέρασµα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη µε πρόσχηµα την πράσινη µετάβαση συνδύασε τη δραστική µείωση ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη µε ένα απολύτως στρεβλό σύστηµα διαµόρφωσης τιµών χονδρικής του ηλεκτρισµού, που δεν υπάρχει σε καµιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα, περνώντας όλη την πωλούµενη ενέργεια µέσω του χρηµατιστηρίου, και πέτυχε να εκτοξεύσει τις τελικές τιµές ενέργειες πολύ πάνω από τη διεθνή αύξηση των τιµών. Είναι απαραίτητη µια κρατική παρέµβαση στο σύστηµα διαµόρφωσης τιµών µαζί µε την αξιοποίηση της διαθεσιµότητας των λιγνιτικών µονάδων και τον περιορισµό του ακριβού πλέον ως καυσίµου φ.α. σε ρόλο κυρίως εξισορρόπησης του συστήµατος ηλεκτρικής ενέργειας και όχι ως καύσιµου µετάβασης, µέχρι να αυξηθούν οι ΑΠΕ και οι δυνατότητες αποθήκευσης και διασύνδεσης µε άλλες χώρες. Μια τέτοια παρέµβαση αφενός έχει µηδενικό κόστος, αφετέρου θα µείωνε δραστικά τις τιµές χονδρικής και λιανικής. Αν δε αυτό συνδυαζόταν µε την απαραίτητη πλέον αποχρηµατιστηριοποίηση των δικαιωµάτων ρύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι τελικές τιµές ενέργειας σε εποχή εκτόξευσης του φ.α. θα µπορούσαν να µειωθούν έως και 50%.
—
Target model… made in Greece
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη, το λεγόμενο target model (Χρηματιστήριο Ενέργειας κ.λπ.) είναι «το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό εργαλείο διεθνώς», που αποσκοπεί στη «μείωση του κόστους της ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές». Ομως οι τιμές στην Ελλάδα από τότε που εφαρμόστηκε εκτοξεύτηκαν σημαντικά πάνω από τις διεθνείς πιέσεις και ο ίδιος ο κ. Σκρέκας παραδέχεται πολύ «βαθύτερα συστηματικά αίτια». Οταν στην υπόλοιπη Ευρώπη πάνω από το 70% της ενέργειας βρίσκεται εκτός χρηματιστήριου και target model και στην Ελλάδα το target model, από μηχανισμός σύζευξης των αγορών ενέργειας της ΕΕ προς τα κάτω, έχει καταστεί μηχανισμός που ενεργοποιεί τεχνητά τη ρήτρα αναπροσαρμογής για αδικαιολόγητες αυξήσεις προς τα πάνω, το συμπέρασμα είναι προφανές: το ελληνικής αρχιτεκτονικής target model έχει αποτύχει παταγωδώς ως προς τη σκοπιμότητά του. Και χρειάζονται επειγόντως αναθεώρηση και κρατική παρέμβαση.